- τρόπαιο
- Όρος που προέρχεται από τη λέξη τροπή = σημείο της ήττας του εχθρού, φυγή. Πρόκειται για σύμβολο νίκης, που έστηναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πεδίο της μάχης. Το κατασκεύαζαν από όσα όπλα, περικεφαλαίες κλπ., έπαιρναν από τον εχθρό. Τα όπλα αυτά τα κρεμούσαν από κορμό δέντρου που τον έστηναν όρθιο στο ψηλότερο σημείο. Όταν οι νικημένοι δεν ήταν Έλληνες, το τρόπαιο γινόταν πέτρινο. Αν δεν επιχειρούσαν να εμποδίσουν το στήσιμο του τρόπαιου, σήμαινε πως οι νικημένοι παραδέχονταν την ήττα τους. Το τ. το θεωρούσαν ιερό και απαραβίαστο και πίστευαν πως βρισκόταν υπό την προστασία του Δία. Πολλές φορές έγραφαν και επιγράμματα σε πέτρινες στήλες, κάτω από το τ. Τα τ. για τις ναυμαχίες τα στόλιζαν με έμβολα και άλλα κομμάτια από τα εχθρικά πλοία. Οι Ρωμαίοι δεν έστηναν τ. στο πεδίο της μάχης αλλά με τα λάφυρα κοσμούσαν τα δημόσια κτίρια.
* * *το / τρόπαιον, ΝΜΑ, και ιων. και αρχ. αττ. τ. τροπαῖον, Α1. (κατά την αρχαιότητα) πρόχειρο αναμνηστικό μνημείο, αποτελούμενο συνήθως από σωρό λαφύρων, που στηνόταν από τους νικητές στο πεδίο τής μάχης, στο σημείο ακριβώς στο οποίο είχε νικηθεί ο εχθρός2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο νίκηςνεοελλ.συνεκδ. μεγάλη νίκη, θρίαμβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροπή + κατάλ. -αιον, ουδ. τού -αιος*].
Dictionary of Greek. 2013.